τετρακόλουρος

τετρακόλουρος
τετρᾰ-κόλουρος, ον,
A quadruply truncated, Nicom.Ar.2.14, Iamb. in Nic.p.97 P.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τετρακόλουρος — quadruply truncated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρακόλουρος — ον, Α (για πυραμίδες) ο τέσσερεις φορές κόλουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κόλουρος (πρβλ. δι κόλουρος)] …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”